Κεφαλλωνίτες
Με αυτόν τον τίτλο ο Γιάννης Βλαχογιάννης ο χαρισματικός ιστορικός του 1821 μας διηγείται την τόλμη, την εξυπνάδα, την αυτοθυσία. Τα σχόλια περισσεύουν. Το “αντιγράφουμε” από την εφημερίδα “Πρωία” της 26ης Μαρτίου 1932.
Οι Μεταξάδες με το σώμα τους είχανε βγει στη Γλαρέντσα και πολεμούσανε τους Τούρκους με τους Λαλιώτες στο Μωριά. Τα νέα από τα παλληκάρια της Κεφαλλωνιάς φτάσανε στ’ Αργοστόλι σκόρπια, αβέβαια και σπέρναν φόβους κι ελπίδες στις καρδιές. Όπου, ένα πρωί βγήκε φωνή από το καΐκι αραγμένο στο λιμάνι, πως στα Στροφάδια, νησάκια κοντά στη Ζάκυνθο, καράβι Αλγερινό άραξε γεμάτο γυναικόπαιδα, σκλάβους από το Μωριά για τ’ Αλγέρι. Κι αυτό έφτανε. Ο λαός του Αργοστολιού σωρός μαζεύεται όξω από την Επισκοπή και κράζει το Δεσπότη να κατεβεί και να πρωτοστατήσει σε δέηση για τους σκλαβωμένους στη Μητρόπολη. Μαζί με το λαό είναι και οι παπάδες εκεί της χώρας. Κι αφού έτσι όλοι μαζί, λαός και κλήρος, βγήκαν από την εκκλησιά, βάλανε πάλι το Δεσπότη κεφαλή και τραβήξανε για τον Άγγλο Τοποτηρητή να τον παρακαλέσουνε να μη εμποδίσει το λαό να τρέξει βοήθεια στα Στροφάδια. Υποχωρεί και πάλι, τάχα αθέλητος, ο αρχιερέας ο αγαθός, και φτάνουνε στο Τοποτηρητείο και φωνάζουν όλοι έλεος του ξένου άρχοντα.
Μα τα Εφτάνησα είναι ουδέτερα, και πολύ αυστηρά είναι τα μέτρα που φοβερίζουν κάθε της Ιονικής σημαίας υπήκοο αν τολμήσει να τρέξει βοήθεια του χριστιανού αδελφού, που πολεμάει τον Τούρκο. Δήμεψη κάθε αγαθού,ισόβια εξορία, θάνατος στον ένοχο, αν πιαστεί. Κι ο Τοποτηρητής ο Τράβερς είν’ αυστηρός περίσσια, μα είναι και πονόψυχος. Το χρέος όμως κλονίζεται από την καλή καρδιά, κι ο Άγγλος δίνει την άδεια μ’ έναν όρο, να δώσει λόγο γραφτό ο Δεσπότης πως ο λαός, αφού τελειώσει το σκοπό του στα Στροφάδια, και γλυτώσει τος αδύνατες ψυχές, θα γυρίσει πίσω, και δε θα τραβήξει κι αυτός για το Μωριά.
Όξω από τα φρένα του είν’ ο λαός, απ’ τη χαρά του και φωνάζει πολλές φορές το “ουρρά” του μεγαλόκαρδου Άγγλου. Κι αμέσως το Αργοστόλι γίνεται στρατόπεδο σε μια στιγμή. Δύο Λιβαθηνά καΐκια είναι στο λιμάνι,μα οι καπεταναίοι κι’ οι ναύτες λείπουνε στη Λιβαθώ. Κι ως που να στείλουνε και να τους φέρουν, άλλοι ναύτες μπαίνουνε μέσα τσούρμα, κι αρχίζουνε τ’ αρμάτωμα των καϊκιών. Άλλοι χαλούν του λιμανιού τα τείχια για σαβούρα και χώνονται ως το λαιμό μέσ’ στο νερό. Νοικοκυραίοι γυρίζουνε στα σπίτια και μαζεύουν όπλα και πολεμοφόδια, και τα μαγαζιά στέλνουνε ψωμί, κρασί και ό, τι χρειάζεται άφθονο για το ταξείδι....
Στα μουράγια αραδιασμένοι στέκονται στρατιώτες Άγγλοι κι αξιωματικοί,(ήτανε τάγμα εκεί ολόκληρο), άνετοι, με το ψυχρό τους ήθος, με τα χέρια τους στις τσέπες, με τις πίπες τους. Κυττάζουν έτσι ήσυχοι στα φανερά, όμως άποροι βαθειά μέσ’ στην ψυχή τους. Τα μάτια τους μονάχα ανήσυχα τους μαρτυράνε το λογισμό.
Τέλος τα δύο καΐκια με τ’ ανθρώπινο ακριβό τους φόρτωμα, με τις φωνές και τις ευχές του κόσμου, που από την ξηρά θερμά τους ξεκινάει, ανοίγονται και κάνουνε πανιά. Και φτάνουνε κατευόδιο στα Στροφάδια. Μα εκεί δε βρήκανε ψυχή. Κι ο κόσμος στ’ Αργοστόλι καρτερεί των καϊκιών το γυρισμό, με το καλό, και με τους λυτρωμένους....Με τα καΐκια είχανε βάλει πλώρη για τη Γλαρέντσα.
Ψέμα ήτανε πως Αλγερινό καράβι γεμάτο γυναικόπαιδα είχε πιάσει στα Στροφάδια. Ο λόγος σκόπιμα είχε σκορπιστεί, κι απ’ τον λαό τον πατριώτη σκόπιμα πιστεύτηκε. Κι όλη ύστερα του αρμοστή Μάϊντλαντ η οργή ξέσπασε στο Σεβασμιώτατο Αγαθάγγελο Κοζάκη, το Δεσπότη. Πολεμικό τον άρπαξε από την Κεφαλλωνιά και τον κουβάλησε στην Κέρκυρα. Από κει αλύγιστη μια προσταγή τον ξόρισε για πάντα απ’ τα Εφτάνησα.
(Απρόοπτα και περίεργα περιστατικά στα χρόνια της Επανάστασης και όχι μόνο. Γράφει ο Κ.Κ. Βλοχαϊτης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου